νηφαντικος

νηφαντικος
    νηφαντικός
    3
    отрезвляющий
    

(κρήνη Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "νηφαντικος" в других словарях:

  • νηφαντικός — νηφαντικός, ή, όν (Α) [νηφαντός] 1. αυτός που καθιστά κάποιον νηφάλιο 2. νηφάλιος, δηλ. συνετός, σώφρων, ήρεμος …   Dictionary of Greek

  • νηφαντικόν — νηφαντικός sobering masc acc sg νηφαντικός sobering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφαντική — νηφαντικός sobering fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηφαντικήν — νηφαντικός sobering fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»